στυπτικῆς

στυπτικῆς
στυπτικός
astringent
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • φρύγιος — (I) ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. ιος (πρβλ. πλάγ ιος)]. (II) α, ο / φρύγιος, ία, ον, ΝΜΑ [Φρυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες νεοελλ. φρ. «φρύγιος τρόπος» μουσ. ένας από τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”